- ακαρτέρευτος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός για τον οποίο δε στήθηκε καρτέρι, ανεπάντεχος: Το κυνήγι τη μέρα εκείνη ήταν πλούσιο κι ακαρτέρευτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακαρτέρευτος — η, ο [καρτερεύω] ξαφνικός, αναπάντεχος (βλ. ακαρτέρητος) … Dictionary of Greek